- ἱερογλυφιστί
- ἱερογλῠφ-ιστί,A in hieroglyphic characters, PMag.Leid.W.2.37,al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιερογλυφιστί — ἱερογλυφιστί (Α) [ιερογλύφος] επίρρ. με ιερογλυφικούς χαρακτήρες … Dictionary of Greek
ορνεογλυφιστί — ὀρνεογλυφιστί (Α) επίρρ. (στην ιερογλυφική γραφή) με δήλωση τών διαφόρων εννοιών με παραστάσεις ορνέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + γλυφίς, ίδος + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. ιερογλυφιστί)] … Dictionary of Greek